- σκοτιοέρεβος
- σκοτιοέρεβος, ον,A inhabitant of dark Erebos, PMag.Par.1.1361, PMag.Lond.121.354 (written σκοτιοερέμβους).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτιοέρεβος — ον, Α αυτός που κατοικεί στο σκοτεινό έρεβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότιος «μαύρος, σκοτεινός» + ἔρεβος «βαθύτατο σκοτάδι»] … Dictionary of Greek
σκοτιοερέβους — σκοτιοέρεβος inhabitant of dark Erebos masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)